βουτώ

βουτώ
(Μ βουτώ)
Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό
2. κάνω βουτιά, καταδύομαι
3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα
4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του
5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά
6. παίρνω κάτι με προθυμία
7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος γυναίκας
8. φυλακίζω
II. 1. βυθίζομαι σε υγρό, καταδύομαι
2. «βουτιέμαι με κάποιον» — συμπλέκομαι
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) βουτη(γ)μένος, -η, -ο
ο βυθισμένος σε κάτι, ο γεμάτος (α. «βουτηγμένος στον βούρκο» — ο ανήθικος
β. «βουτηγμένος στο χρυσάφι» — πάμπλουτος
γ. «βουτηγμένος στα χρέη» — καταχρεωμένος
δ. «βουτηγμένος στα μαύρα» — όποιος πενθεί βαριά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουτίζω < αρχ. βυθίζω ή βουτώ < αρχ. βυθώ (-άω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βουτώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτώ — ηξα, ήχτηκα, βουτηγμένος και βουτημένος 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό: Βούτα το σφουγγάρι στο νερό πριν το χρησιμοποιήσεις. 2. αρπάζω: Τον βούτηξε από τα μαλλιά. 3. κλέβω: Μου βούτηξαν το πορτοφόλι στο λεωφορείο. 4. αμτβ., βυθίζομαι, δύω: Βούτηξα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βουτοῦς — Βουτώ fem nom/voc pl Βουτώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БУТО —    • Βουτώ, ου̃ς,          египетская богиня в городе того же имени, где был ее храм и оракул. Когда Исида бежала от Тифона, она поручила ей своих детей Гора и Бубастиду, за что Б. удостоилась божеского почитания. Греки принимали ее за своего… …   Реальный словарь классических древностей

  • Βουτοῖ — Βουτώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουτοῦ — Βουτώ fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουτοῦν — Βουτώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουτόων — Βουτώ fem gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τσαλαβουτώ — Ν 1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες 2. αναταράσσω λάσπη 3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλα πατώ)] …   Dictionary of Greek

  • κατακυβιστώ — κατακυβιστῶ, άω (Α) πέφτω ορμητικά με το κεφάλι προς τα κάτω, βουτώ («κατακυβιστήσας εἰς θάλασσαν βαθεῑαν», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυβιστῶ «βουτώ, πέφτω με το κεφάλι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”